- εκχυλίζω
- (AM ἐκχυλίζω)μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψησηαρχ.εκμυζώ, απομυζώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκχυλίζω — εκχύλισα, εκχυλίστηκα, εκχυλισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε χυλό. 2. βγάζω χυλό από φυτό, καρπό, κρέας κτλ. με συμπίεση (ζούλισμα) ή ψήσιμο ή απόσταξη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχυμίζω — ἐκχυμίζω (Α) εκχυλίζω … Dictionary of Greek
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
εκχύλισμα — το 1. το αποτέλεσμα τού εκχυλίζω*, το προϊόν που προέρχεται από την εκχύλιση 2. χημ. φαρμακευτικό παρασκεύασμα που προέρχεται από εξάτμιση φυτικών χυμών ή από διαλύματα που παρασκευάζονται με κατεργασία φυτικών, ζωικών ή ορυκτών προϊόντων … Dictionary of Greek
συνεκχυλίζω — Α παθ. συνεκχυλίζομαι ξεχυλίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκχυλίζω «μεταβάλλω σε χυμό, απομυζώ»] … Dictionary of Greek
χυλίζω — ΜΑ [χυλός] 1. εκχυλίζω («χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλός... καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ», Διοσκ.) 2. μετατρέπω σε χυλό (α. «ὀπὸν χυλισθέντα», Γεωπ. β. «κόπρον κεχυλισμένην», Γεωπ.) … Dictionary of Greek